- ακροβαρώ
- ἀκροβαρῶ (-έω) (Α)χάνω την ισορροπία μου γιατί δέχομαι υπερβολική πίεση στα άκρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < *ἀκροβαρής < ἀκρο- (Ι) + -βαρής < βάρος, πρβλ. οἰνοβαρής-οἰνοβαρῶ, καρηβαρής-καρηβαρῶ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.